-
1 νεαρός
νεαρός, jung, jugendlich; παῖδες, Il. 2, 289; υἱός, Pind. P. 10, 25; auch ἀρετά, I. 7, 47; νεαρὰ ἐξευρόντα, Neues, N. 8, 20; μυελός, Aesch. Ag. 76; ὁ ν., der Knabe, 350. 1485; βρέφος ἔλιπον ἀγκάλαις νεαρὸν τροφοῦ, νεαρὸν ἐν δόμοις, Eur. I. T. 835 u. sp. D.; auch Xen. Cyn. 9, 10; bes. in sp. Prosa, Luc. τῆς ἐπινοίας νεαρώτερον, Zeux. 1., u. adv. νεαρῶς, hist. conscr. 50; Plut. oft, νεαρὰν ποιεῖν τὴν ὄρεξιν, Symp. 6, 2, 2; καὶ πρόσφατος, vom Fleische, frisch, 6, 10, 1; auch übertr., ἐπὶ προσφάτοις καὶ νεαροῖς λόγοι ψευδεῖς συντεϑέντες, Conv. sept. sap. A.; νεαρὸς τὸ ἦϑος neben νέος τὴν ἡλικίαν, Arist. eth. 1, 3, 7.
-
2 διεγείρω
(αόρ. διήγειρα, παθ. αόρ. διηγέρθην) μετ.1) возбуждать, пробуждать; вызывать; разжигать;διεγείρω την όρεξιν — возбуждать аппетит;
διεγείρω υπόνοιας — вызывать подозрения;
διεγείρω τα πνεύματα — волновать умы;
διεγείρω την περιέργεια κάποιου — разжечь чьё-л. любопытство;
2) подстрекать, побуждать (к чему-л.);διεγείρω κάποιον εναντίον άλλου — подстрелить кого-л, против кого-л.
-
3 συνεκκαλέομαι
A call out or excite together,τινὰς πρός τι Plb.18.19.11
, cf. 11.1a.2;τὴν ὄρεξιν Plu.2.917c
;τὴν ὁρμήν Thphr.Sud.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεκκαλέομαι
-
4 εὐδιάχυτος
εὐδιά-χῠτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάχυτος
-
5 ἀνασειράζω
A draw back with a hawser, A.R.1.391: metaph., hold in check, φλόγα v.l. in Ar.Fr. 561;τὴν ὄρεξιν AP9.687
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασειράζω
-
6 ἀποτρεπτέον
2 -τέος, a, ον, to be diverted,ῥεύματα Gal.16.152
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτρεπτέον
-
7 ὑπτιόω
A to be turned on one's back,ὑπτιωθέντος [τοῦ βρέφους] Sor.1.100
, cf. 106; to be turned downside up, to be upset,ὑπτιοῦτο σκάφη νεῶν A.Pers. 418
; of leaves, to be laid back, Dsc.4.88.2 of land, slope gently upwards,λόφος.. ὑπτιούμενος ἐπὶ τὴν κορυφὴν ἄκραν J.AJ15.11.3
.3 metaph. of the appetite (cf.ὑπτιασμός 11
), to be sluggish,ὄρεξιν.. ὑπτιωμένην ἀνεγεῖραι Gal.14.302
;- οῦσθαι τὸν στόμαχον Archig.
ap. Gal.13.140, cf. Sor.1.50.
См. также в других словарях:
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek
ευδιάχυτος — εὐδιάχυτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που διαχέεται εύκολα αρχ. 1. αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα («εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν», Επίκ.) 2. ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάχυτος (< διαχέω)] … Dictionary of Greek
συνεκκαλούμαι — έομαι, Α μέσ. προκαλώ, ερεθίζω συγχρόνως («ἀνάμνησιν ποιεῑ τῶν ἀφροδισίων καὶ συνεκκαλεῑται τὴν ὄρεξιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκαλοῦμαι «προκαλώ, παρακινώ»] … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek